- συμπεφυρμένος
- συμφύρωknead togetherperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπεφυρμένως — Α επίρρ. ανάκατα, συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφυρμένος τού συμφύρω «αναμιγνύω, ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
φυρτός — ή, όν, Α συμπεφυρμένος, ανακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. τος* τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμό φυρτος, μελί φυρτος), καθώς και στον τ. τού Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις] … Dictionary of Greek